- αστυκτηνίατρος
- ο, ηκτηνίατρος με αρμοδιότητες που ανήκουν στη δικαιοδοσία της Αστυκτηνιατρικής* Υπηρεσίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + κτηνίατρος. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή εκδόσεως 1833)].
Dictionary of Greek. 2013.